- ακή
- (I)ἀκὴ, η (Α)αιχμή.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκὴ ανάγεται στη ΙΕ ρίζα *ακ- που σήμαινε «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός». Με την ίδια ρίζα συνδέονται πολλές λέξεις τής Ελληνικής, όπως ἄκρος, ἄκων, ἀκόντιον, ἀκμή, ἀκόνη κ.ά. Αντίθετα προς τη λ. ἀκή, που σώθηκε μόνο λεξικογραφικούς, χρησιμοποιήθηκε με την ίδια σημασία η λ. ἀκίς, που έδωσε αρκετά παράγωγα (πρβλ. ἀκιδώδης, ἀκιδωτός, ἀκιδοειδής κ.ά.), και από παλαιότερα ακόμη η λ. ἀκωκή. Όλες αυτές οι λέξεις δήλωσαν στην Ελληνική την «αιχμή», σ’ ένα πλήθος από χρήσεις. Τέλος, η μακρόφωνη βαθμίδα τού φωνήεντος (η) τού θέματος που υπόκειται στο ἀκωκή (πρβλ. και ἀγωγή), βρίσκεται τόσο στην άπαξ μαρτυρημένη λ. ἠκὴ (= ἀκὴ) όσο και σε ορισμένα σύνθετα σε -ήκης: ἀμφήκης «δίκοπος», ξυρήκης «κοφτερός σαν λεπίδα», ταναήκης και ταννήκης «με μακριά, ακονισμένη την κόψη» κ.ά. Βλ. και λήμμα ακ-].————————(II)ἀκὴ, η (Α)ησυχία, σιωπή.[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη περιορισμένης χρήσεως, που απαντά σχεδόν αποκλειστικά σε πτώση αιτιατική. Στον Όμηρο μάλιστα χρησιμοποιείται ως επίρρημα. Επιρρηματική χρήση επίσης έχει η λ. στον Πίνδαρο, όπου απαντά και τ. οργανικής, πρβλ. ἀκᾶ ή ἀκᾷ*. Από τη φράση «ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ» τής Ιλιάδας είναι φανερό ότι η ακριβής σημασία τής λ. δεν είναι «σιωπή», αλλά «απουσία ταραχής, ηρεμία, κάλμα» — δηλ. η λ. ἀκὴ έχει την έννοια «τής πραότητας, τής ηπιότητας, τής ηρεμίας» — επομένως πρέπει να προέρχεται από το ίδιο θ. -με βραχύ όμως θεματ. φωνήενμε το επίρρ. -ἦκα* «ελαφρά, ήσυχα, ήρεμα, σιγανά», το επίθ. ἥκιστος* κ.λπ., παρά το γεγονός ότι οι δύο αυτές ομάδες λ. διαφοροποιήθηκαν πολύ νωρίς στην Ελληνική. Συγγενές με τη λ. ἀκὴ πρέπει να είναι το ρ. ἀκέω ΙΙ «σιωπώ», από όπου και η μτχ. ἀκέων* που κατέληξε σε άκλιτο επιρρηματικής χρήσεως τύπο.ΠΑΡ. αρχ. ἀκαλός, ἄκασκα, ἀκέω ΙΙ].————————(III)ἀκὴ, η (Α) [ἀκέομαι]θεραπεία.
Dictionary of Greek. 2013.